πωροκήλη

πωροκήλη
ἡ, ΜΑ
σκληρός όγκος στους όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κήλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πωροκήλη — hard tumour of the testicle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωροκήλης — πωροκήλη hard tumour of the testicle fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωροκήλας — πωροκήλᾱς , πωροκήλη hard tumour of the testicle fem acc pl πωροκήλᾱς , πωροκήλη hard tumour of the testicle fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”